ἄκουσι

ἄκουσι
ἄκουσις
hearing
fem voc sg
ἄκων
involuntary
masc dat pl (attic epic doric ionic)
ἄ̱κουσι , ἀέκων
involuntary
masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄκουσ' — ἄκουσι , ἄκουσις hearing fem voc sg ἄκουσι , ἄκων involuntary masc dat pl (attic epic doric ionic) ἄ̱κουσα , ἀέκων involuntary fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἄ̱κουσι , ἀέκων involuntary masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἄ̱κουσαι …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακουσίθεος — ἀκουσίθεος, ον (Α) αυτός που εισακούεται από τον Θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκουσι (< ἀκούω) + θεός μόνο στο επίθ. ἀκουσίθεος απαντά το ρ. ἀκούω με τη μορφή ἀκουσι ως α΄ συνθ.] …   Dictionary of Greek

  • ακουσιχρωμία — η αίσθηση χρώματος (οπτική ψευδαίσθηση), που προκαλείται κατά την ακρόαση ενός ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < ακουσι (< ἄκουσις < ἀκούω) + χρωμία (< χρωμος < χρώμα)] …   Dictionary of Greek

  • μνησίθεος — I (4ος αι. π.Χ.). Γιατρός που έζησε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανατομική. Προσπάθησε επίσης, με τη συστηματική κατάταξη των νόσων, να διαμορφώσει δικό του νοσολογικό σύστημα. Έγραψε τα έργα: Περί εδεστών, όπου εξετάζει τα τρόφιμα από …   Dictionary of Greek

  • οξυακουσίλογος — ὀξυακουσίλογος, ον (Α) αυτός που έχει οξεία ακοή, που ακούει οξέως τους λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ακουσι (< ἀκούω, συνθετικό τού τύπου τερψίμβροτος) + λογος*] …   Dictionary of Greek

  • keu-1, skeu-, lengthened grade kēu- —     keu 1, skeu , lengthened grade kēu     English meaning: to notice, observe, feel; to hear     Deutsche Übersetzung: “worauf achten (beobachten, schauen)”, dann “hören, fũhlen, merken”     Note: heavy basis kou̯ǝ ; s extension keu s ; about… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”